ἐκπίπτων

ἐκπίπτων
ἐκπί̱πτων , ἐκπίτνω
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαλγικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλαλγικός, ή, όν) [κεφαλαλγής] ο σχετικός με την κεφαλαλγία, αυτός που προξενεί κεφαλαλγία ή που πάσχει από κεφαλαλγία (α. «κεφαλαλγικό σύνδρομο» β. «ὁ φαλερῑνος οἶνος ἀπὸ ἐτῶν δέκα ἐστὶ πότιμος... ὁ δ ὑπέρ τοῡτον ἐκπίπτων τὸν χρόνον …   Dictionary of Greek

  • προσφεύγω — ΝΜΑ [φεύγω] καταφεύγω σε κάποιον ή κάπου ζητώντας προστασία και βοήθεια (α. «κυνηγημένοι από τον εχθρό προσέφυγαν στο κάστρο» β. «ἐκπίπτων δὲ καὶ περιωθούμενος ὁ Πομπήιος ἠναγκάζετο δημαρχοῡσι προσφεύγειν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (νομ.) καταθέτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”